Τοῦ
πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ στοχεύουν στήν ἕνωση
τῶν «ἐκκλησιῶν» χωρίς νά
πολυσκέφτονται ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι σχεδόν ἀδύνατο,
ὅσο οἱ
ἑτερόδοξοι ἐμμένουν στίς αἱρετικές τους διδασκαλίες. Αὐτοί ὅμως
ἐπιμένουν καί προσπαθοῦν μέ τή
διατύπωση πολλῶν θεωριῶν νά
ξεπεράσουν τά ἐμπόδια καί νά ἀμβλύνουν
τίς δογματικές διαφορές. Τελικά ὅλες οἱ
προσπάθειες καταλήγουν σέ ναυάγιο,
γιατί δέν ὑπάρχει ἁγνή πρόθεση καί πραγματική μετάνοια.
Οἱ
ἑτερόδοξοι ἀρνοῦνται ὅτι εἶναι
αἱρετικοί, πού πρέπει νά ἐπιστρέψουν στή
μία Ἐκκλησία.
Παρόλη τήν κατά κόσμον σοφία τους, ἐπιμένουν στήν
πλάνη καί τή διαστροφή τῆς
διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνα πού
δέχονται καί κατανοοῦν οἱ
ἁπλοί πιστοί, οἱ θεολόγοι τά ἀναλύουν μέ τό
δικό τους περήφανο μυαλό καί βγάζουν αἱρετικά συμπεράσματα. Σκέφτονται καί ξανασκέφτονται καί ἐμφανίζουν τό ἄσπρο
μαῦρο, γιατί εἶναι παιδιά τοῦ σκότους.
Ἔφτασαν στό σημεῖο νά δέχονται τόν
πάπα ὡς ἡμίθεο
καί νά
ὑποκλίνονται μπροστά του. Ἐργάζονται γιά
νά ὑποστηρίξουν
τό ψέμα καί νά συσκοτίσουν τήν ἀλήθεια.
Ἔχουν γίνει πειθαρχικά ὄργανα τοῦ
διαβόλου, χωρίς νά τό συνειδητοποιοῦν.
Καί ἀπό
τήν ἄλλη
ἐπιδιώκουν θεολογικούς διαλόγους, γιά νά
παραπλανήσουν τούς Ὀρθοδόξους. Δυστυχῶς, βρίσκουν ἀνταπόκριση
ἀπό μιά
μικρή ὁμάδα «ὀρθοδόξων» θεολόγων καί
γίνεται ὁ ὀλέθριος θόρυβος πώς τάχα πλησιάζει ἡ
ἡμέρα τῆς
ἕνωσης τῶν
«ἐκκλησιῶν».
Ὁ
οἰκουμενισμός εἶναι παναίρεση γιά
πολλούς λόγους, ἀλλά κυρίως γιατί φρονεῖ «ὅτι
ἡ ἀλήθεια
ἔχει κατατμηθῆ καί ἀνά ἕνα
τεμάχιον αὐτῆς κατέχει ἑκάστη τῶν χριστιανικῶν
ὁμολογιῶν
καί ἑκάστη
τῶν ἀνά
τόν κόσμο θρησκειῶν, ἑπομένως
δέ διά
τῆς προσεγγίσεως καί συναρμογῆς
τῶν τεμαχίων θά εὑρεθῆ ἡ ἀλήθεια ὁλόκληρος.
Μέ αὐτάς τάς δογματικάς πεποιθήσεις καί
μέ αὐτήν
τήν σκοπιμότητα προωθεῖ ὁ οἰκουμενισμός τήν
λεγομένην «ἕνωσιν τῶν ἐκκλησιῶν». Ἡ
Ὀρθοδοξία ἀντιθέτως ἔχει τήν συνείδησιν - ἐπί τῇ βάσει τῆς θεοπνεύστου ἀποκαλύψεως
τῶν Γραφῶν
- ὅτι αὐτή
εἶναι ἡ
μία καί μόνη ἁγία καθολική καί ἀποστολική
Ἐκκλησία, «ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος
καί ἑδραίωμα
τῆς ἀληθείας
(Α΄ Τιμ. γ΄ 15)», ὅπως τονίζεται στόν πρόλογο τοῦ
βιβλίου τοῦ ἀείμνηστου μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου
Καντιώτου «Ἡ Ὀρθοδοξία ἔναντι τοῦ
οἰκουμενισμοῦ», 1990, σελ. 10-11.
Οἱ
Ὀρθόδοξοι συνεπῶς δέν ψάχνουμε νά βροῦμε
τήν ἀλήθεια,
«διότι ὑπάρχει πλήρης ἐν τῇ
Ὀρθοδόξῳ
Ἐκκλησίᾳ
καί φυλάσσεται ἀκεραία καί προσφέρεται ἀνόθευτος». Οἱ
κληρικοί, οἱ μοναχοί καί ὁ
πιστός λαός εἶναι σέ πλήρη ἀντίθεση
μέ τούς
οἰκουμενιστές καί «οὐδόλως ἐγκρίνουν τάς
οἰκουμενιστικάς ἐπισκέψεις, συναντήσεις, συζητήσεις, συμπροσευχάς, ἀνταλλαγάς
δώρων, ἀσπασμούς καί λοιπάς φιλοφρονήσεις, εἰς τάς
ὁποίας προβαίνουν καί πλειοδοτοῦν
ἐν ἀγνοίᾳ των οἱ
οἰκουμενισταί πατριάρχαι καί λοιποί ἐκκλησιαστικοί
ταγοί οὐδέ προσυπογράφουν τά κείμενα καί
τάς ὁμολογίας
πού αὐτοί
ὑπογράφουν» (ὅπ. παρ, σελ. 12).
Εἶναι
καιρός νά καταπολεμηθεῖ ὁ οἰκουμενισμός, ὁ
ὁποῖος
γίνεται αἰτία μεγάλης ἀναταραχῆς
στήν Ἐκκλησία
καί μέ
βεβαιότητα ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια τούς
ὑποστηρικτές του.
Ορθόδοξος Τύπος, 26/12/2014