Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΟΛΟΙ οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι θέλουν νά ἔχουν καλό ὄνομα στήν κοινωνία. Αἰσθάνονται ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση, ὅταν οἱ ἄλλοι μιλοῦν ἐπαινετικά γι᾿ αὐτούς. Μένουν ἀδιάφοροι ἄν οἱ ἔπαινοι δέν ἀνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα ἤ ἄν οἱ ἐπαινοῦντες εἶναι παραπλανημένοι ἀπό τή δική τους ὑποκρισία. Ἡ φήμη τούς ἐνδιαφέρει καί πάνω σέ αὐτή ἐπενδύουν, προκειμένου νά πετύχουν στά ὅποια σχέδια τους, τά ὁποῖα συνήθως δέν ἔχουν πνευματικό περιεχόμενο, ἀλλ᾿ ἀντίθετα ἀποβλέπουν στήν ἐκμετάλλευση τῶν συνανθρώπων τους.
Τό θέμα εἶναι κοινωνικό ἀλλά καί ἠθικό. Ὁ λαός δυστυχῶς παρασύρεται ἀπό τίς φῆμες πού κυκλοφοροῦν, γιατί δέν ἔχει ὀρθή ἐνημέρωση καί συνήθως κινεῖται μέ βάση τό συναίσθημα καί ὄχι τή λογική. Γι᾿ αὐτό καί εὔκολα γίνεται θύμα «χαρισματικῶν» ἡγετῶν. Τό βλέπουμε αὐτό στίς ἐκλογές, ὅπου ἄσχετα καί ἀνίκανα πρόσωπα ἐκλέγονται, γιά νά λύσουν τά προβλήματά του, τά ὁποῖα ὡστόσο παραμένουν πάντα ἄλυτα.
Στήν ἐποχή μας, μέ τά μέσα ἐνημέρωσης καί ἐπηρεασμοῦ τῶν ἀνθρώπων πού ὑπάρχουν, εὔκολα καλύπτεται ἡ ἀθλιότητα καί στή θέση της τοποθετεῖται ἔντεχνα ἡ εἰκονική πραγματικότητα. Ἐπιδίωξη ἡ προβολή καί ἡ φήμη. Ὅμως πρέπει νά δοῦμε καί τήν ἄλλη πλευρά τοῦ θέματος, ἡ ὁποία ἔχει πρωτεργάτες τούς ἀληθινούς χριστιανούς. Ἐκεῖ τά πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Δέν ὑπάρχει ἐπιθυμία προβολῆς καί οἱ ὅποιες δραστηριότητες εἶναι ἀθόρυβες. Οἱ χριστιανοί δέν ἐπιδιώκουν τούς ἐπαίνους τῶν ἄλλων οὔτε καί θέλουν νά ἀπασχολοῦν τήν ἐπικαιρότητα μέ τά ἔργα τους. Ὡστόσο, ὑπάρχουν καί στήν Ἐκκλησία κληρικοί καί λαϊκοί, πού ἐπιλέγουν τήν προβολή καί τούς ἐπαίνους. Ὑπάρχουν καί Μητροπολίτες, οἱ ὁποῖοι διοργανώνουν διάφορες ἐπετειακές ἐκδηλώσεις γιά τήν προβολή τοῦ ἔργου τους, περιφρονώντας τό ὀρθόδοξο ἦθος.
Βλέπουμε, γιά παράδειγμα, πολυαρχιερατικά συλλείτουργα, ἀκοῦμε ὑπερβολικούς λόγους καί ἀπολογισμούς μέ ἀνακριβῆ στοιχεῖα, διαβάζουμε πολυτελεῖς τόμους ἀφιερωμένους στό πρόσωπό τους καί θαμπώνονται τά μάτια μας ἀπό τίς λαμπερές ἔγχρωμες φωτογραφίες καί τίς ἐντυπωσιακές ἱστοσελίδες. Εὔχομαι αὐτές οἱ περιπτώσεις νά εἶναι λίγες καί σιγά-σιγά νά ἐκλείψουν.
Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης ἐπεδίωκε τήν ἀφάνεια, ἀλλά ὁ λαός τόν ἀνακάλυπτε. Ἡ φήμη του ἦταν πολύ μεγάλη καί οἱ διηγήσεις γιά τό πρόσωπό του δέν εἶχαν τελειωμό. Τό γεγονός αὐτό τόν ἐνοχλοῦσε, ἦταν ἕνας πειρασμός, τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζε μέ ἕνα συγκεκριμένο τρόπο. Ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Ὁ κόσμος μέ πῆρε ἀπό καλό καί ὅλοι φωνάζουν ὅτι εἶμαι ἅγιος. Ἐγώ ὅμως αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος τοῦ κόσμου … καί παρακαλῶ ὅσοι μέ ἔχετε γνωρίσει νά κάνετε προσευχή γιά μένα». Δηλαδή, ὁ Γέροντας ἔμενε ἀνεπηρέαστος ἀπό τή μεγάλη του φήμη καί προσπαθοῦσε νά κατακτᾶ ὅλο καί περισσότερο τήν ταπείνωση. Στήν προσπάθειά του αὐτή ζητοῦσε καί τή βοήθεια τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Δέν ἤθελε νά τόν ἀγγίξει ἡ ὑπερηφάνεια, γι᾿ αὐτό καί ζητοῦσε τίς προσευχές τους.
Εἶναι καιρός, στή δύσκολη ἐποχή μας, οἱ χριστιανοί νά δίνουν τή δική τους μαρτυρία, ἀρνούμενοι τίς συνήθειες καί τή νοοτροπία τοῦ κόσμου. Χωρίς θόρυβο καί ὑπερβολή, νά διδάσκουν περισσότερο μέ τίς πράξεις τους καί λιγότερο μέ τά λόγια τους. Μόνο ἔτσι θά ἔχουν θετικά ἀποτελέσματα στή διακονία τῶν ἀδελφῶν τους.
Ορθόδοξος Τύπος, 24/10/2014