Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΣΥΧΝΑ τὰ μέσα ἐνημέρωσης προβάλλουν διάφορες ἐκδηλώσεις τοῦ αἱρετικοῦ Πάπα καὶ βγάζουν ἐσφαλμένα συμπεράσματα, γιατὶ παρασύρονται ἀπὸ τὴν ὑποκρισία καὶ δολιότητά του. Τὸν βλέπουν ὡς ἀρχηγὸ τοῦ κρατιδίου τοῦ Βατικανοῦ ἀλλὰ καὶ ὡς ἡγέτη ἑκατομμυρίων χριστιανῶν σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ποὺ ἔχει μεγάλη πολιτικὴ δύναμη, στὴν ὁποία, ἀλίμονο, στρέφουν τὴν προσοχή τους καὶ πολλοὶ Ὀρθόδοξοι ἡγέτες, ποὺ ἀντιμετωπίζουν πολλὰ προβλήματα καὶ ἐλπίζουν στὴ βοήθειά του, ἡ ὁποία ποτὲ δὲν ἔρχεται.
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης, ἀναφερόμενος στὸν Πάπα, ἔλεγε: «Αἱ δύο ἐξουσίαι εἰς ἕν καὶ τὸ αὐτὸ ὑποκείμενον, ἡ πνευματικὴ τοὐτέστι δύναμις καὶ ἡ κοσμικὴ δεσποτεία εἰς τὸν ἐπίσκοπον Ρώμης, εἶναι ἕνας τραγέλαφος τόσον τερατώδης, ὁποὺ οἱ σωφρονέστεροι ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους ὁποὺ τὸν τιμοῦν, δὲν ἠμποροῦν οὐδ᾽ αὐτοὶ νὰ τὸν χωνεύσουν. Τόσα αἵματα ἀνθρώπων ἔχυσε ἡ Ἱερὰ Ἐξέτασις τῶν τυράννων ὁποὺ ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ γὰρ παπισμὸς ἀπὸ Θεοῦ ἐστι χωρισμός».
Ἡ πολιτικὴ ἐξουσία σὲ ἕνα κληρικὸ εἶναι ἀποδεκτή. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐπιμελῶς ἀρνήθηκε τὴν κοσμικὴ ἐξουσία. Ποτὲ δὲν ζήτησε τὴ βοήθειά της, οὔτε καὶ ἐπέλεξε τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὶς τάξεις της. Θεωροῦσε τὴν πολιτικὴ ἐξουσία ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν πνευματική του ἀποστολή, ἡ ὁποία στόχευε στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Βέβαια, ὁ Πάπας αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν παραθεωρεῖ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔγινε πολιτικὸς ἡγέτης, προκειμένου νὰ ἔχει καλύτερα ἀποτελέσματα στὴν πνευματική του ἀποστολή. Αὐτὸ ὅμως ἀποδείχτηκε πλάνη καὶ τὸν ὁδήγησε σὲ ἐγκληματικὲς πράξεις. Ἡ πολιτική του ἐξουσία ἔβαλε στὴν ἄκρη τὴν πνευματι- κή του ἀποστολή, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔγινε ἀδίστακτος.
Μὲ τὸν Πάπα λοιπὸν ἐπικοινωνοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καὶ ἰδίως ὁ Οἰκουμενικὸς καὶ τὸν θεωροῦν πεφιλημένον ἐν Χριστῷ ἀδελφό τους, μὲ τὸν ὁποῖο θέλουν νὰ ἑνωθοῦν καὶ νὰ ἀποτελέσουν τὴ νέα μία «ἐκκλησία»! Ἀπορεῖ κανεὶς πῶς οἱ μεγαλόσχημοι τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦν αὐτὴ τὴν ὀλισθηρὴ πορεία, περιφρονώντας τὰ ὅσα μᾶς ἔχουν διδάξει καὶ νομοθετήσει οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τόσο ἰσχυρὸς εἶναι ὁ οἶνος τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ποὺ τοὺς ἔχει ἀφαιρέσει τὴ διάκριση, τὸν ἱερὸ ζῆλο καὶ τὴν ὁμολογία πίστεως. Προφανῶς δὲν μιλᾶμε γιὰ ἱερὰ μέθη, ἀλλὰ γιὰ δαιμονική, ποὺ μὲ βεβαιότητα θὰ ἔχει τραγικὰ ἀποτελέσματα καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο θεωροῦμε τὸ λόγο τοῦ ἀείμνηστου καθηγητῆ Κωνσταντίνου Δ. Μουρατίδου, καθὼς παρακολουθοῦμε στὶς μέρες μας τὴν ἔντονη οἰκουμενιστικὴ δραστηριότητα, ἡ ὁποία ἔχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Ἔλεγε: «Ἐὰν οἱ ἴδιοι (οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) προτιμοῦν τὸν παπισμόν, ἂς γίνουν ἐξωμόται, ἂς προσχωρήσουν ὡς ἄτομα εἰς αὐτόν· ἐν τίνι ὅμως δικαιώματι διαπραγματεύονται τὴν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας εἶναι ἁπλοῖ διάκονοι καὶ ὑπηρέται;».
Ορθόδοξος Τύπος, 9/5/2014