Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
ΣΤΙΣ ΑΚΡΙΤΙΚΕΣ καί ὀρεινές περιοχές τῆς Πατρίδας μας οἱ ἱερεῖς εἶναι ἐλάχιστοι καί δέν μποροῦν νά καλύψουν ἐπαρκῶς ὅλες τίς θρησκευτικές ἀνάγκες τῶν κατοίκων τῶν χωριῶν. Ἰδιαίτερα τό καλοκαίρι ζητοῦν νά ἔχουν ἱερέα στίς μεγάλες γιορτές, ἀλλά καί γιά νά «ἀνοίξουν» τά ἐξωκκλήσια τους. Ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων νά ἔχουν ἱερεῖς εἶναι καλή καί παρήγορη. Δείχνει ὅτι εἶναι συνδεδεμένοι μέ τήν Ἐκκλησία καί θέλουν νά διατηρήσουν τήν παράδοση.
Ὅμως ἡ ἐντύπωση αὐτή ἐξασθενεῖ, ὅταν διαπιστώσει κανείς ὅτι ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων νά ἐκκλησιαστοῦν, γιά τούς περισσότερους, εἶναι ἐπιφανειακή, θά ἔλεγα, καί δέν δείχνει ὅτι εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς τους νά προσευχηθοῦν καί νά συμμετάσχουν στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό ἐπιβεβαιώνεται περίτρανα ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν κάνουν τόν κόπο νά πᾶνε στό διπλανό χωριό νά ἐκκλησιαστοῦν, ἀφοῦ στό δικό τους δέν τελεῖται λειτουργία.
Ὅμως ἡ ἐντύπωση αὐτή ἐξασθενεῖ, ὅταν διαπιστώσει κανείς ὅτι ἡ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων νά ἐκκλησιαστοῦν, γιά τούς περισσότερους, εἶναι ἐπιφανειακή, θά ἔλεγα, καί δέν δείχνει ὅτι εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς τους νά προσευχηθοῦν καί νά συμμετάσχουν στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Καί αὐτό ἐπιβεβαιώνεται περίτρανα ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν κάνουν τόν κόπο νά πᾶνε στό διπλανό χωριό νά ἐκκλησιαστοῦν, ἀφοῦ στό δικό τους δέν τελεῖται λειτουργία.
Ἡ ἀπόσταση μπορεῖ νά εἶναι δέκα λεπτά μέ τό αὐτοκίνητο, ἀλλά δέν πηγαίνουν! Προτιμοῦν νά κάθονται στά καφενεῖα, νά συζητοῦν γιά διάφορα θέματα, νά διαπληκτίζονται, νά κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία καί νά σχολιάζουν πικρῶς τούς ἱερεῖς. Ὅταν ὅμως πανηγυρίζει τό διπλανό χωριό, ἀλλά καί τό μακρινότερο, πρόθυμα πηγαίνουν χωρίς νά ὑπολογίζουν δυσκολίες καί ἐμπόδια. Θέλουν ὁπωσδήποτε νά συμμετάσχουν στίς διάφορες πολιτιστικές ἐκδηλώσεις καί νά ξεφαντώσουν. Τό συμπέρασμα βγαίνει ἀβίαστα. Ἐλάχιστοι εἶναι οἱ συνειδητοί χριστιανοί, πού δέν θέλουν νά χάσουν τήν κυριακάτικη θεία Λειτουργία καί ψάχνουν νά βροῦν τό χωριό, ὅπου θά λειτουργήσει κάποιος ἱερέας. Οἱ πολλοίμένουν ἀδιάφοροι. Ἰδίως ἐκεῖνοι πού παραθερίζουν.
Πέρα ὅμως ἀπό αὐτό οἱ ναοί τῶν χωριῶν πρέπει νά λειτουργοῦνται. Νά ὑπάρχουν ἱερεῖς γιά νά μή ἐγκαταλειφθεῖ ὁ λιγοστός πληθυσμός πού ἔχει μείνει καί κοπεῖ ὁριστικά κάθε σύνδεσμος μέ τήν Ἐκκλησία. Τά ἐφημεριακά κενά πρέπει νά καλυφθοῦν καί μάλιστα μέ ἄξιους ἱερεῖς, πού θά πονοῦν τόν τόπο καί θά φροντίζουν μέ ἱερό ζῆλο, τόσο γιά τούς ἐνορίτες τους ὅσο καί γιά τούς ναούς. Βέβαια, τό πρῶτο λόγο γι᾿ αὐτό τόν ἔχουν οἱ Μητροπολίτες, χωρίς ὅμως νά μποροῦν πάντα νά λύσουν τό πρόβλημα.
Στήν ἐποχή μας ἔχουν ἀλλάξει πρός τό χειρότερο τά πράγματα. Δέν ὑπάρχουν στά χωριά νέοι μέ φόβο Θεοῦ, πού νά θέλουν νά γίνουν κληρικοί καί νά ὑπηρετήσουν στόν τόπο τους.
Ἄς εὐχηθοῦμε νά πάρουν ἄλλη πορεία οἱ ἄνθρωποι καί νά ἐπιστρέψουν στήν ἐπαρχία, ὅπου ἡ ζωή εἶναι καλύτερη, ἀρκεῖ νά ὑπάρχει ἀπασχόληση. Τότε ἴσως νά βρεθοῦν καί οἱ ὑποψήφιοι γιά τήν ἱερωσύνη.
Ορθόδοξος Τύπος,4/7/2014